Ο χρόνος των 180
λεπτών που έχει στη διάθεσή του ο υποψηφίος να απαντήσει στα ζητούμενα
θεωρείται από πολλούς ότι δεν επαρκεί για την προπαρασκευή στο πρόχειρο, την
ολοκλήρωση στο καθαρό, τον έλεγχο και γενικά την παράδοση ενός καλού γραπτού.
Απεναντίας, λειτουργεί ανασταλτικά, προκαλώντας έντονο άγχος και νευρικότητα
στο μαθητή, που τελικά σαστίζει και εγκαταλείπει, αν δει τα χρονικά περιθώρια
να στενεύουν.
Γι’ αυτό το λόγο η
εξοικείωση με το χρόνο πρέπει να αποτελεί σημαντικό στάδιο κατά τη διάρκεια της
προετοιμασίας του υποψηφίου. Αυτό σημαίνει ότι ο μαθητής είναι συνετό να
παρακολουθεί πόσο χρόνο περίπου χρειάζεται για τη συγγραφή κάθε έκθεσης και
κάθε περίληψης. Κυρίως, όμως, πρέπει να ελέγχει το χρόνο που του είναι
απαραίτητος, για να δώσει ολοκληρωμένες απαντήσεις σε όλα τα ζητούμενα των
διαγωνισμάτων προσομοίωσης ή των πανελλαδικών εξετάσεων παρελθόντων ετών. Με
συστηματική εξάσκηση, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει κατά πολύ το
χρονικό όριο των τριών ωρών στις πρώτες του απόπειρες, θα κατορθώσει να
συμμορφωθεί προς τις χρονικές επιταγές.
Η διορία των 180
λεπτών μπορεί να κατανεμηθεί στην επίλυση κάθε θέματος ως εξής[1]:
-
Για
την περίληψη 25-40 λεπτά
-
Για
τις ασκήσεις 40-50 λεπτά
-
Για
την έκθεση 100-110 λεπτά
Οπωσδήποτε πρέπει
να αφιερωθούν:
-
Για
τον έλεγχο του γραπτού 5-10 λεπτά
Πρώτον, ο χρόνος
για τη συγγραφή της περίληψης κυμαίνεται ανάμεσα στα 25 με 40 λεπτά ανάλογα με
την έκταση και το βαθμό δυσκολίας της κατανόησης του κειμένου. Παρ’ όλο που
είναι λογικό να υποστηριχτεί ότι απαιτείται περισσότερος χρόνος για τη συγγραφή
της περίληψης ενός εκτενέστερου κειμένου, ωστόσο ενίοτε τυχαίνει ένα μικρό σε
μέγεθος κείμενο να είναι δυσκολότερο στην κατανόηση από ένα μεγαλύτερο[2].
Αν π.χ. το μικρό κείμενο είναι πυκνό σε νοήματα, αν ανήκει στην κατηγορία του
στοχαστικού δοκιμίου και χρησιμοποιείται σε αυτό ποιητική γλώσσα που πρέπει να
αποκωδικοποιηθεί, τότε ίσως αναγκαστεί ο εξεταζόμενος να αφιερώσει αρκετό
χρόνο, για να γράψει την περίληψή του. Γενικότερα, ο βαθμός πρόσληψης του
κειμένου εξαρτάται από το θέμα του (δηλαδή από το κατά πόσο γνώριμο[3]
–ή και ενδιαφέρον– είναι το ζήτημα που πραγματεύεται στον αναγνώστη και από το
πόσο εξοικειωμένος είναι με τις έννοιες στις οποίες το κείμενο αναφέρεται), από
το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται (αν οι λέξεις είναι σπάνιες και λόγιες ή αν
εμπεριέχεται ειδικό λεξιλόγιο, το οποίο δε γνωρίζει ο υποψήφιος, ο βαθμός
δυσκολίας αυξάνεται)[4],
από το μάκρος των περιόδων (αν ο λόγος είναι μακροπερίοδος, οι περίοδοι
επαυξημένες και κυριαρχεί η υποτακτική σύνδεση, το κείμενο γίνεται πιο
δυσκολονόητο) και, τέλος, από τον τρόπο οργάνωσής του (αν υπάρχουν λογικά
χάσματα κατά την παράθεση των ιδεών, το κείμενο είναι δυσχερέστερο στην
κατανόηση σε σχέση με ένα κείμενο που εμφανίζει αλληλουχία στις κρίσεις που
προβάλλει).
Στην περίπτωση,
λοιπόν, που το κείμενο είναι δυσνόητο και στρυφνό, ο μαθητής είναι δυνατόν να
υπερβεί το προτεινόμενο χρονικό όριο των 40 λεπτών και να αφιερώσει μέχρι και
μια ολόκληρη ώρα στην περίληψή του. Αν ο μαθητής εξαντλήσει το χρόνο των 40
λεπτών για τη συγγραφή της περίληψης, θα πρέπει να φροντίσει να περικόψει 5-10
λεπτά από το χρόνο που κανονικά θα αφιέρωνε στα υπόλοιπα θέματα, αν τον υπερβεί
κατά 10 λεπτά, θα πρέπει να περικόψει 15-20 λεπτά από τα υπόλοιπα θέματα κ.ο.κ.
Όσο αυξάνεται ο χρόνος που αφιερώνει κάποιος στην περίληψη που προσφέρει τις
λιγότερες (25) μονάδες σε σχέση με τα άλλα θέματα τόσο δυσκολότερο γίνεται να
διατηρήσει την ψυχραιμία του και να αντεπεξέλθει με πληρότητα στις ασκήσεις και
στην έκθεση.
Δεύτερον, ο χρόνος
που πρέπει να αφιερωθεί στην οργάνωση των ασκήσεων είναι 40-50 λεπτά αναλόγως
πάντοτε της δυσκολίας τους. Ωστόσο, αρκετοί μαθητές αφιερώνουν λιγότερο χρόνο
στις ασκήσεις, παρά το ότι γνωρίζουν πως αυτές εξασφαλίζουν 35 μονάδες, 10
δηλαδή περισσότερες μονάδες από την περίληψη και μόλις 5 λιγότερες από την
έκθεση. Η έλλειψη μέριμνας για την επιδίωξη του μέγιστου δυνατού από τις
ασκήσεις που εξασφαλίζουν σχετικά σίγουρες μονάδες αποτελεί, δυστυχώς,
επιπολαιότητα του μαθητή, ιδιαίτερα αν ο ίδιος δίνει σύντομες απαντήσεις χωρίς
τεκμηρίωση.
Τρίτον, η έκθεση
είναι το «κλειδί» στις εξετάσεις, επομένως ο χρόνος που πρέπει να της αφιερωθεί
είναι το λιγότερο 100 λεπτά. Σε αυτό το χρονικό διάστημα ο εξεταζόμενος αρχικά
θα διαβάσει πολύ προσεκτικά την εκφώνηση, θα καταστήσει το σχεδιάγραμμα, που θα
τον βοηθήσει να ανταποκριθεί επαρκώς και χωρίς αποκλίσεις στο θέμα και έπειτα
θα γράψει το κείμενο της έκθεσης. Για να το πούμε διαφορετικά, πριν ξεκινήσει
να γράφει το κείμενό του, χρειάζεται να έχει διαθέσει – αν όχι περισσότερο – 15
λεπτά στην κατανόηση των ζητουμένων της έκθεσης και στη συγκέντρωση υλικού για
τη συγγραφή της.
Βέβαια, συμβαίνει
συχνά ο χρόνος να περιορίζεται δραματικά, ενώ η έκθεση δεν έχει ακόμη
ολοκληρωθεί, αλλά βρίσκεται περίπου στη μέση. Τότε είναι που ο αγχωμένος
υποψήφιος «πασαλείβει» το δεύτερο ζητούμενο, δε γράφει επίλογο και παραδίδει
τελικά ένα γραπτό δυσανάγνωστο και γεμάτο μουντζούρες στην περάτωσή του,
γεγονός που ίσως επηρεάζει τη συνολική βαθμολογία του. Για να αποκλειστεί αυτό
το ενδεχόμενο, μοναδική λύση αποτελεί η σωστή κατανομή, ο συνετός
προγραμματισμός του χρόνου από τη στιγμή που θα δοθούν τα θέματα. Από εκεί και
ύστερα κάθε λεπτό που περνά είναι πολύτιμο και ο υποψήφιος πρέπει να το έχει
αξιοποιήσει στο έπακρο.
Τέλος, ο έλεγχος
του γραπτού είναι απαραίτητος. Οι μαθητές συνήθως παραβλέπουν τη σημαντικότητά
του λόγω του ενθουσιασμού τους που επιτέλους τελείωσαν ή λόγω της ακαταγώνιστης
επιθυμίας τους να εγκαταλείψουν γρήγορα την αίθουσα εξέτασης που τους προκαλεί
δυσφορία, για να εισπνεύσουν λίγο καθαρό αέρα και να πληροφορηθούν τις
απαντήσεις των θεμάτων. Παρ’ όλη, όμως, την καταπόνησή τους, ειδικά τη
συγκεκριμένη μέρα των επίσημων εξετάσεων, δεν πρέπει να ενεργήσουν σπασμωδικά,
παραδίνοντας ένα γραπτό που δεν έχουν ελέγξει. Έτσι, τα τελευταία λεπτά που
πρέπει να έχουν εξοικονομηθεί για το σκοπό αυτό, ο εξεταζόμενος θα διορθώσει τα
ορθογραφικά λάθη που έγιναν κυρίως λόγω σπουδής ή έλλειψης προσοχής τη δεδομένη
στιγμή, θα προσθέσει τους τόνους και τα κόμματα που ξεχάστηκαν, εντοπίζοντας
ταυτόχρονα σημεία στίξης που χρησιμοποιήθηκαν άσκοπα και θα διορθώσει τα
εκφραστικά του λάθη. Επιπλέον, θα ελέγξει αν υπάρχει κάποιο σκέλος στις
ασκήσεις του β΄ θέματος που έτυχε να μην προσέξει τη στιγμή που τις απαντούσε
και αν όντως έχει ανταποκριθεί στην επικοινωνιακή περίσταση του άρθρου ή της
ομιλίας, παραθέτοντας τίτλο ή προσφώνηση και αποφώνηση αντίστοιχα. Με αυτό τον
τρόπο θα διασκεδάσει τις όποιες αμφιβολίες, θα κατανικήσει τη μοιρολατρία του
«ό,τι έγραψα έγραψα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο» και προπαντός θα
αποτρέψει τον κίνδυνο να βιώσει δυσάρεστα συναισθήματα (που μοιάζουν με ίλιγγο
ή πανικό), όταν εκ των υστέρων θυμηθεί αναπάντεχα ότι κάτι ξέχασε να γράψει.
[1] Ο χρόνος που προτείνεται είναι βέβαια
ενδεικτικός, ωστόσο υποδεικνύεται με γνώμονα τις γενικότερες απαιτήσεις των
τριών θεμάτων και τις μονάδες που εξασφαλίζει το καθένα.
[2] Τέτοιο υπήρξε, για παράδειγμα, το απόσπασμα
από τις «Δοκιμές» του Γ. Σεφέρη που δόθηκε στις απολυτήριες εξετάσεις της Γ΄
τάξης του ημερησίου γενικού λυκείου το 2008.
[3] Ασφαλώς, το θέμα του κειμένου που δίνεται
στις εξετάσεις σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τους θεματικούς κύκλους που είναι
γνωστοί στους μαθητές από τη σχολική διδασκαλία.
[4] Κατά κανόνα κάθε άγνωστη λέξη ή ορολογία
αποσαφηνίζεται σε υποσημείωση.
©Πένη Αποστολοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου